- καλοστόμαχος
- -η, -ο1. αυτός που έχει γερό στομάχι: Ό,τι και να τρώει δεν παθαίνει τίποτε, είναι καλοστόμαχος.2. καλοχώνευτος, ελαφρύς: Η τροφή αυτή είναι καλοστόμαχη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.