καλοστόμαχος

καλοστόμαχος
-η, -ο
1. αυτός που έχει γερό στομάχι: Ό,τι και να τρώει δεν παθαίνει τίποτε, είναι καλοστόμαχος.
2. καλοχώνευτος, ελαφρύς: Η τροφή αυτή είναι καλοστόμαχη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλοστόμαχος — η, ο 1. αυτός που έχει γερό στομάχι, που χωνεύει καλά ό,τι και αν φάει 2. (για τροφές και ποτά) εύπεπτος, καλοχώνευτος, ευκολοχώνευτος, ελαφρός 3. μτφ. ανεκτικός, συγκαταβατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στόμαχος / στομάχι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”